- παχυτέρων
- παχύςthickfem gen plπαχύςthickmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένστρωση — Εκτεταμένο στρώμα πετρώματος μικρού πάχους, που παρεμβάλλεται μεταξύ παχύτερων στρωμάτων. Για παράδειγμα, έ. θεωρείται ένα ασβεστολιθικό στρώμα πάχους 10 μ., που παρεμβάλλεται μεταξύ σχιστόλιθων πάχους πολλών εκατοντάδων μέτρων. Αν η έ. έχει… … Dictionary of Greek
дебелыи — (17) пр. 1. Толстый, здоровый: ни дебела бѣ˫аше плъть адамова ни естьствомь смертьна КР 1284, 133а; бѣ же Мьстиславъ. дебелъ тѣломь. ЛЛ 1377, 51 (1036); ˫Акоже ѹдеса телесны˫а наши(х) дѣтии ѿ рожьства повиваютьсѩ. да быша крѣпка и права и была… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)